Μπάφαλο

Μπάφαλο
(Buffalo). Πόλη (292.648 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ιδρύθηκε το 1803 από τον Tζόζεφ Έλικοτ για λογαριασμό της Hοlland Land Company με το όνομα Νέο Άμστερνταμ. Κατά τον Αγγλοαμερικανικό πόλεμο καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε το 1825, την εποχή που γίνονταν οι εργασίες για τη διάνοιξη της διώρυγας Ίρι. Χτισμένο στο βορειοανατολικό άκρο της λίμνης Ίρι, στις αρχές του ποταμού Νιαγάρα, η πόλη έχει ένα κανονικό σχήμα που διασχίζεται από πλήθος οδικών αρτηριών. Έδρα πανεπιστημίου από το 1846, έχει αρκετά ενδιαφέροντα μουσεία και πινακοθήκες. Κέντρο διακίνησης των προϊόντων που προέρχονται από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών (δημητριακά, μεταλλεύματα, ξυλεία), το Μ. διαθέτει γιγαντιαία σιλό και πολυάριθμες αλεστικές εγκαταστάσεις. Η αφθονία της υδροηλεκτρικής ενέργειας, που οφείλεται στους γειτονικούς καταρράκτες του Νιαγάρα, ευνόησε την ανάπτυξη μεγάλων βιομηχανιών (ηλεκτροτεχνικών, σιδηρουργικών, μηχανικών, παραγωγής χημικών προϊόντων και τροφίμων, καθώς και ναυπηγικών). Το λιμάνι της πόλης, με μια ετήσια διακίνηση 16 εκατομμυρίων τόνων, είναι από τα σπουδαιότερα της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών. Κόμβος σιδηροδρομικών συγκοινωνιών, η πόλη διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο και συνδέεται με την Πόλη της Νέας Υόρκης, από την οποία απέχει 680 χλμ., με αυτοκινητόδρομο, σιδηρόδρομο, αεροπορική συγκοινωνία και ένα πυκνό δίκτυο καναλιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μπάφαλο Μπιλ — (Buffalo Bill, κομητεία Σκοτ, Αϊόβα 1846 – Ντένβερ, Κολοράντο 1917). Παρωνύμιο του Αμερικανού ήρωας του εμφύλιου πολέμου και θιασάρχη Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόντι (William Frederick Cody). Το 1860 ο νεαρός Κόντι, έφιππος ταχυδρόμος της Pony Express… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κίνλεϊ, Γουίλιαμ — (William MacKinley, Νάιλς, Οχάιο 1843 – Μπάφαλο 1901). Αμερικανός πολιτικός, 25ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1897 1901). Πολέμησε ως εθελοντής στον εμφύλιο πόλεμο και στη συνέχεια σπούδασε νομικά. Το 1877 εξελέγη μέλος του Κογκρέσου ως αντιπρόσωπος του… …   Dictionary of Greek

  • Ράιτ, Φρανκ Λόιντ — (Wright, Ρίτσλαντ Σέντερ, Γουισκόνσιν 1867 ή 1869 – Τάλιεσιν Γουέστ, Φένιξ, Αριζόνα 1959). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Στη νεότητά του (1888), πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του, ανέλαβε δραστηριότητα στο Σικάγο, στη μόνη πρωτότυπη αμερικανική… …   Dictionary of Greek

  • βίσονας — Κοινή ονομασία ορισμένων θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Παλαιότερα ήταν πολύ διαδεδομένοι στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Όμως, το εντατικό κυνήγι κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, για το… …   Dictionary of Greek

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Βέντερ, Κρεγκ — (Craig Venter, Σολτ Λέικ Σίτι, ΗΠΑ 1946 –).Αμερικανός βιοχημικός. Υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ και συμμετείχε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, στην Καλιφόρνια, απ’ όπου έλαβε διδακτορικούς τίτλους στη… …   Dictionary of Greek

  • Ίρι — I (Erie). Πόλη (103.717 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην ομόσπονδη πολιτεία της Πενσιλβάνια. Βρίσκεται ΒΔ της πολιτείας, στη νότια όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί λιμάνι μεγάλης σπουδαιότητας, από το οποίο διακινούνται περίπου 5 εκατ. τόνοι… …   Dictionary of Greek

  • Ιστ Λόντoν — (αγγλ. East London, αφρ. Oos Londen). Πόλη (463.200 κάτ. το 2003) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας στην επαρχία του Ανατολικού Ακρωτηρίου (Eastern Cape, 169.580 τ. χλμ., 7.132.141 κάτ. το 2002). Ιδρύθηκε το 1846 με την ονομασία Πορτ Ρεξ στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”